Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ κατὰ τὴν πόλιν

См. также в других словарях:

  • GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JOATHAM — i. e. consummatus, vel perfectus. Fil. Oziae, sive Azariae Regis Iudae ipse Rex laudatissimus, rebusque gestis inclitus. Vide 2. Reg. c. 15. v. 23. 2. Par. c. 26. v. 1. Ioseph. Antiqq. l, 9. c. 11. Torniel. in Ann. Fil. item Ierobaal, sive… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»